Οι Δράσεις μας

Το φαινόμενο των ναρκωτικών όπως διαμορφώνεται σήμερα στον ευρωπαϊκό και ελλαδικό χώρο χαρακτηρίζεται από

  1. την εμφάνιση νέων μορφών ναρκωτικών ουσιών όπως τα συνθετικά
  2. την πτώση της ηλικίας έναρξης (12 – 13 ετών) των χρηστών
  3. το συνδυασμό και τη χρήση πολλών ουσιών (πολυτοξικομανία – χαοτική πολυτοξικομανία), συμπεριλαμβανομένου του συνδυασμού νόμιμων ουσιών, όπως το αλκοόλ και τα συνταγογραφημένα και ελεγχόμενα φάρμακα, και παράνομων ουσιών και
  4. τη διαπίστωση ότι η κάνναβη παραμένει το πιο διαδεδομένο ναρκωτικό.

Ως επακόλουθο οι κατευθύνσεις της νέας ευρωπαϊκής στρατηγικής (2013-2020), τονίζουν την αναγκαιότητα προσεγγίσεων περιβαλλοντικής, καθολικής, επιλεκτικής και ενδεδειγμένης πρόληψης, καθώς και την έγκαιρη ανίχνευση παραγόντων επικινδυνότητας και την ανάπτυξη συστημάτων έγκαιρης παρέμβασης στις περιπτώσεις αυτές. Επιπρόσθετα οι στόχοι της νέας εθνικής στρατηγικής, εκτός των άλλων τονίζουν τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των προγραμμάτων πρόληψης στα σχολεία (από τον αρχικό αντίκτυπο μέχρι τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα), σε συνδυασμό με τη περαιτέρω ανάπτυξη της συμβουλευτικής για τους γονείς, με στόχο την ευαισθητοποίηση όσον αφορά τον κίνδυνο χρήσης παράνομων ναρκωτικών και άλλων ψυχοτρόπων ουσιών και τις σχετικές συνέπειες.


Οι πρόσφατες επιστημονικές μελέτες και έρευνες υπογραμμίζουν ότι για να είναι αποτελεσματικές οι προσπάθειες στην πρόληψη, θα πρέπει να καλύπτουν τους αιτιολογικούς παράγοντες για την εκδήλωση μιας συμπεριφοράς και ότι είναι σημαντικό να γίνεται διαχωρισμός μεταξύ των συμπεριφορών της έναρξης χρήσης ναρκωτικών, της περιστασιακής χρήσης ναρκωτικών, της τακτικής ή συχνής χρήσης ναρκωτικών και της κατάχρησης ναρκωτικών, ως πιθανά σημεία εστίασης των προσπαθειών της πρόληψης. Με αυτή την έννοια «μπορούν να εφαρμοστούν διαφορετικές στρατηγικές πρόληψης, ανάλογα με τον επιζητούμενο τελικό στόχο».

Ως αποτέλεσμα, τα προγράμματα πρόληψης είναι σήμερα, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, σχεδιασμένα για ένα σαφή σκοπό. Τα «καθολικά προγράμματα» είναι σχεδιασμένα να φτάνουν στο γενικό πληθυσμό, όπως π.χ. τους μαθητές ενός σχολείου. Τα «επικεντρωμένα προγράμματα» στοχεύουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου ή υποσύνολα του γενικού πληθυσμού, όπως π.χ. παιδιά χρηστών ουσιών ή παιδιά με χαμηλές επιδόσεις στο σχολείο.

Επίσης τα προγράμματα πρόληψης θα πρέπει να ενισχύουν τους προστατευτικούς παράγοντες (π.χ. ισχυροί και θετικοί οικογενειακοί δεσμοί, γονεϊκή επίβλεψη των δραστηριοτήτων και των φίλων των παιδιών, ξεκάθαροι κανόνες που επιβάλλονται και τηρούνται με συνέπεια) και να μειώνουν τους παράγοντες κινδύνου (πχ. χαοτικό οικογενειακό περιβάλλον, γονείς που κάνουν χρήση ουσιών, παιδιά με δυσκολίες ιδιοσυγκρασίας ή διαταραχές συμπεριφοράς, φτωχές κοινωνικές δεξιότητες). Οι παράγοντες κινδύνου και προστασίας επηρεάζουν όλους τους ανθρώπους, το ύψος της επίδρασης όμως σχετίζεται με την ηλικία, το φύλο, την εθνικότητα, τον πολιτισμό και το περιβάλλον. Για παράδειγμα, ο παράγοντας της οικογένειας μπορεί να είναι σημαντικός στα παιδιά, ενώ η σχέση με συνομηλίκους που κάνουν χρήση ουσιών είναι πιο σημαντικός στους έφηβους.

Τέλος τα προγράμματα πρόληψης λοιπόν θα πρέπει να επικεντρώνονται σε όλα τα είδη ουσιών, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό, συμπεριλαμβανομένου την παράνομη χρήση (λόγω ηλικίας) νόμιμων ουσιών (τσιγάρο, αλκοόλ), τη χρήση παράνομων ουσιών (χασίς, ηρωίνη), την ακατάλληλη χρήση νόμιμα αποκτούμενων ουσιών (εισπνεόμενα), τα συνταγογραφούμενα φάρμακα ή τα χωρίς απαιτούμενη συνταγή ναρκωτικά. Επίσης θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψιν το συγκεκριμένο τύπο της χρήσης ουσιών της τοπικής κοινότητας, ενώ ο συνδυασμός δύο ή και περισσότερων προγραμμάτων πρόληψης στην κοινότητα, όπως είναι αυτά της οικογένειας και του σχολείου, μπορούν να αποβούν περισσότερο αποτελεσματικά από ότι ένα πρόγραμμα μόνο του.